- συναναχρωζόμενος
- σύν , ἀνά-χρώζωpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναναχρώννυμι — ΜΑ, και συναναχρώζω Μ 1. μεταδίδω σε κάτι το δικό μου χρώμα ή τη δική μου οσμή («ὁ πέριξ ἀὴρ συναναχρωζόμενος ταῑς ἀπὸ τῶν φυτῶν ἀναφοραῑς», Γεωπ.) 2. παθ. συναναχρώννυμαι α) (για πρόσ.) συγχρωτίζομαι, συναναστρέφομαι β) (για πράγματα)… … Dictionary of Greek